17 Νοε 2014

Δικτατορία, λίγο πριν- λίγο μετά το Πολυτεχνείο….


Τρέχανε τα γεγονότα εκείνης της χρονιάς με τη Νομική,  το Κίνημα του Ναυτικού, την αμνηστία και το δημοψήφισμα για τη βασιλεία. Έτσι φτάσαμε στο γκρέμισμά της και το δικτάτορα να παίρνει έναν ακόμα τίτλο αυτόν του προέδρου της δημοκρατίας. Άρχισαν να πληθαίνουν οι πιέσεις στη χούντα από διάφορες μεριές. Στην Πολυκλινική είδε το Μουστακλή με το οργισμένο βλέμμα να επαναλαμβάνει συνέχεια βρισιές, που ‘λεγε καθώς φαίνεται στους βασανιστές του σαν τον σακάτευαν. Αυτό ήταν και έμεινε μέχρι τέλους το λεξιλόγιό του. Για πολλά χρόνια μέχρι το θάνατό του θα ‘καναν συχνά παρέα και με τον αχώριστο φίλο του το Βαρδάνη.
Εν τω μεταξύ ο δικτάτορας υποχρεώθηκε να προχωρήσει σε μέτρα φιλελευθεροποίησης του καθεστώτος, όπως είπε.  Ο  Μαρκεζίνης και  το πείραμά του όμως δεν έδειχνε να πετυχαίνει, κάποιοι απ’ την αριστερά νόμισαν πως ήταν  ευκαιρία, στήριξαν την προοπτική δηλώνοντας  πρόθεση συμμετοχής σ’ εκλογές, βάθαινε το χάσμα στον κόσμο τους, οι συμβιβασμοί δε σκλήραιναν τη διάθεση για αντίσταση, αντίθετα χαλάρωναν οι προσπάθειες,  διαφωνούσαν συχνά με τους άλλους, έτσι έφτασαν τα γεγονότα του Πολυτεχνείου.
Πήγε και τούτος εκεί την πρώτη μέρα, να δει τί γίνεται, δεν χόρταινε τα παιδιά, τα συνθήματα, το πανηγύρι, τις ατέλειωτες και παθιασμένες συζητήσεις, όλα όσα συνέβαιναν μέσα και απέξω. Πιο γρήγορα από ποτέ κινούνται οι άνθρωποι σε τέτοια φαίνεται, κανένας δεν ήθελε να μείνει ο κόσμος όπως ήταν, τον γκρέμιζαν και θέλανε να χτίσουν το δικό τους, τον σχεδίαζαν με ψωμί με μόρφωση και ελευθερία, το φώναζαν, έγινε το σύνθημα γιγάντιο, έμεινε μέχρι σήμερα και καθώς φαίνεται θα μείνει για πολύ ακόμα. Βοήθαγε και του λόγου του με συνθήματα, έγραψε απεργία στο στρατό, και τ’ άρεσε τόσο που το επανέλαβε κάμποσες φορές, σα να ‘φευγε κάποιο βάρος από μέσα του, Προβοκατόρικο το είπαν την ίδια μέρα πολλοί, Πράκτορες το γράψανε δήθεν, πού να καταλάβει αυτός.
Τον είδε κάποιος της περιφρούρησης να τριγυρνάει κουρεμένος, τον κύκλωσαν, Χαφιές είναι δε βλέπεις πώς είναι τα μαλλιά του, Δεν τον απαυτώνεις το μαλάκα, τί μπορεί να μας κάνει, χέστον. Μιλιά ο άλλος, ντράπηκε να τους πει πως ήταν μέχρι χθες στη φυλακή, αν του ζήταγαν ταυτότητα θα γίνονταν χειρότερα τα πράγματα, δεν είχε παρά ένα φύλλο χαρτί με τα στοιχεία του πάνω. Πληγώθηκε, τί φταίνε τα παιδιά, καλά κάνουν σκέφτηκε, μα η πίκρα δεν τού ‘φυγε. Συναντήθηκε με την καλή του και πανηγύριζαν διό μέρες εκεί μέσα, αυτή είχε μαθήματα και έφυγε το πρωί της Παρασκευής, αφού κούρνιασαν το βράδυ μέσα σε μια αίθουσα μ’ ένα σωρό να κοιμούνται πάνω σε τάβλες, ξεθεωμένοι όπως κι οι ίδιοι.
Περπάταγες τη νύχτα σ’ ατέλειωτους διαδρόμους σκοτεινούς και ξαφνικά ξεχώριζες ένα νέο να στέκεται φύλακας μπροστά σε μια κλειστή πόρτα, Γιατί εδώ συνάδελφε, Έχουμε τα μηχανήματα του τάδε Τμήματος, το ίδιο παρακάτω. Την άλλη μέρα της εισβολής δείξανε τις αίθουσες αυτές γεμάτες συντρίμμια και ρίξανε στα παιδιά την ευθύνη, προβάλανε και το γραφείο του κυβερνητικού επιτρόπου διαλυμένο, μα εκείνο πράγματι το ’χαν κάνει φύλλο και φτερό οι φοιτητές, βρέθηκαν και  οι φάκελοί τους που οι πληροφοριοδότες γέμιζαν με αλήθειες και ψέματα καθημερινά. Το ‘χαν  δει αυτό το δωμάτιο την Πέμπτη και ήξεραν πώς πάνω του ξέσπασαν όλοι. Η χούντα είχε τοποθετήσει έναν αξιωματικό σε κάθε σχολή, να κάνει τί, εκτός του να ξεχωρίζει τους δικούς τους από τους υπόλοιπους, να τρομοκρατεί καθηγητές και σπουδαστές, να πληγώνει την κουλτούρα και τη νεολαία  του τόπου. Το ίδιο και στους οργανισμούς, στα διάφορα υπουργεία, στις Νομαρχίες, στα λιμάνια, παντού οι Κυβερνητικοί Επίτροποι. Το μάτι και το αυτί της χούντας.
Συναντήθηκε και με διό φίλους εκεί μέσα τ’ απόγευμα της Παρασκευής που ξαναπήγε ψάχνοντας για τη δικιά του. Ήταν την ώρα που ‘χαν αρχίσει ν’ ανάβουν οι φωτιές στην Πατησίων έξω από τα κατειλημμένα κτήρια (μ’ αυτές μάχονταν τα δακρυγόνα) και να βγαίνουν οι ασφαλίτες στο κυνήγι. Το ίδιο μεσημέρι είχε δει μερικούς στην Πανεπιστημίου να κουβαλάνε τυλιγμένα μακρύκανα όπλα και σκέφτηκε πώς δε μπορεί να ‘ναι παρά ελεύθεροι σκοπευτές εκείνοι, όπως και πράγματι ήταν απ’ ότι  αποδείχτηκε μετά.  Γυρίζοντας είδε τη γιαγιά, Σάμπως είδατε μια μικρούλα, να της δώσω τη ζακέτα θέλω, είναι δέκα χρονών όμορφη πολύ, ξεχωρίζει, δε θα ‘ναι άλλο μικρό σαν και την εγγόνα μου.
Στέκονταν στα σκαλιά οι τρεις τους σαν πέρασε η ομάδα κρατώντας το φορείο κι έναν ορό ψηλά, διέκρινε  πως δεν ήταν συνδεδεμένος,  είδε την ακινησία κατάλαβε, Μα πυροβολούνε εδώ μέσα, ρώτησε η κοπελιά, Όχι το πολύ πολύ να βάζουν αλάτι, θυμήθηκε το γείτονά τους που κυνήγαγε τσόνια στο χωριό και δεν ξόδευε φυσίγγια. Ναι αλλά αυτός είναι πεθαμένος, να επιμένει η άλλη, Μα δεν είδες τον ορό; Σκόρπησαν μέσα στην αναμουμπούλα, μόλις φάνηκαν τα τανκς. Ο ίδιος πλησίασε τα κάγκελα, πέταξαν κάτι νεράντζια διό τρεις κι ένα μπουκάλι ένας άλλος, αυτό ήταν όλο. Είσαστε αδέρφια μας, κραύγαζαν παγωμένοι πια, δεν ήταν σύνθημα, ήταν κραυγή για βοήθεια, ήταν κάλεσμα, το εννοούσαν. Κουνούσε κάποιος τα χέρια του σαν πουλί πάνω στην κολώνα της κεντρικής πύλης για να ηρεμήσει τον κόσμο, μέχρι που το τανκ γκρέμισε κολώνες πόρτα κι αυτόν μαζί, μαρσάρισε, πέρασε πάνω απ’ τ’ αυτοκίνητα (διό ήταν τ’ αμάξια επέμενε έκτοτε, τα θυμάται) σταμάτησε παραπέρα με τη μηχανή αναμμένη να ξερνάει φωτιά.
Μην καπνίζετε, φώναζαν κάποιοι φαντάροι στους δικούς τους, Θα καούμε είναι γεμάτος ο τόπος βενζίνη, βόηθαγαν τα παιδιά να βγαίνουν έξω περνώντας πάνω απ’ τα σμπαραλιασμένα αυτοκίνητα, έσκουζε η κόρνα κολλημένη, τους περίμεναν στην πόρτα οι λυσσασμένοι, Γιατί βαράς ρε μαλάκα, το Θεό σου την Παναγία σου, και τον σακάτεψε με τον υποκόπανο στην κοιλιά ο φαντάρος τον ασφαλίτη, που κοπάναγε με το στειλιάρι γκρεμίζοντας όποιον πετύχαινε. Έφαγε και τούτος μία στο σβέρκο μα είχε την πατατούκα ανασκουμπωμένη, τη γλίτωσε εκεί, ξεκίνησε να τρέχει πανικόβλητος, δεξιά στην Πατησίων κολλημένος στον τοίχο. Μπροστά στην πύλη οι ασφαλίτες με τα στειλιάρια, στην  Τοσίτσα παραταγμένοι λοκατζήδες να φωνάζουν, μα τα ξέρω αυτά, σκέφτηκε, είναι απ’ τις προπαιδεύσεις, αργότερα έμαθε πως σ’ εκείνο ακριβώς το σημείο γωνία Τοσίτσα και Πατησίων εκτέλεσαν το επόμενο πρωί τον άτυχο το νέο.
Κατάλαβε πως δεν πρόκειται να τους κυνηγήσουν ειδικά αυτοί, το ‘χε ζήσει λίγο πριν μέσα στο Πολυτεχνείο, σαν είδε αξιωματικούς να μπαίνουν και να καθησυχάζουν τους φοιτητές και τους άλλους, Εμείς ήρθαμε εδώ να σας προστατέψουμε, σώπα, ηρέμησε, έλεγε ένας στη φοιτητριούλα που ‘χε κρεμαστεί στο λαιμό του, Έχω τον αδερφό μου στους λοκατζήδες, να φωνάζει αυτή κλαίγοντας, σώσε με. Τον έκαιγε το στήθος απ’ το τρέξιμο, δεν μπορούσε ν’ αναπνεύσει. Στη γωνία Τοσίτσα και Μπουμπουλίνας, Εδώ τη γλιτώνω, σκέφτηκε και κάνει να στρίψει, προβάλει ένας με πολιτικά, Πίσω πούστη σ’ έφαγα, του ξαμώνει με το πιστόλι στο χέρι, γλίστρησε τούτος έπεσε, γλίτωσε πάλι, πήρε την Μπουμπουλίνας τρέχοντας.
Στη Στουρνάρη να ‘χουν κυκλώσει τα παιδιά το φαντάρο, Πέρασέ μας τον παρακάλαγαν, σώσε μας, σε κάθε πάροδο και στο βάθος προς την πλατεία μάζες από αστυνομικούς κλείνανε τα περάσματα. Μαζί μου πάνω τους, να φωνάζει ο φαντάρος κρατώντας όρθιο το ντουφέκι και να πυροβολεί στον αέρα, και να τρέχουν όλοι, κι όσο αυτός πυροβολούσε τόσο ανέβαινε το κουράγιο των απελπισμένων, όρμισαν στο φράγμα των αστυφυλάκων, κοπάναγαν αυτοί, κάποιοι πέρασαν, άλλοι έπεσαν. Στα μπαλκόνια οι κάτοικοι πετάγανε γλάστρες και κραύγαζαν να μη χτυπάνε τα παιδιά, στην κορυφή του δρόμου στητός ένας γέρος με τα πόδια ανοιχτά, τα χέρια στη μέση, ν’ αγναντεύει προς τα κάτω, να θέλει λέει με το καυτό του βλέμμα ν’ ανοίξει δρόμο, να βγουν οι νέοι. Θυμάται το γέρο, θυμάται και το φαντάρο που πυροβόλαγε, τον φώτιζε η φλόγα βγαίνοντας μπροστά στο πρόσωπο, όπως θυμάται καλά και τον άλλον με τον υποκόπανο, μα συχνότερα του ‘ρχεται στο νου εκείνη η γυναίκα με τη ζακέτα.
Στην Αλεξάνδρας πρώτα άκουσε και μετά είδε κι άλλα τανκς που κατέβαιναν, είδε και τ’ αυτοκίνητο που ξεμύτισε απ’ τον παράδρομο, αντίκρισε τα τανκς δίπλα του ο οδηγός και μετέδωσε τον πανικό του στ’ αμάξι, πήρε μια δαιμονισμένη επί τόπου στροφή και γύρισε πίσω από ‘που βγήκε, εκεί δίπλα στη Σόνια που ‘κλεισε πρόσφατα.  Σταμάτησε ένα άλλο αυτοκίνητο και τους πήρε μαζί με μια κοπελιά. Τότε  ήταν που έπιασε τον εαυτό του να σκέφτεται πώς θα βουτήξει τον οδηγό απ’ το λαιμό, αν τους πήγαινε σε αστυνομία και προσπαθούσε με αγωνία να θυμηθεί πού ήταν το Τμήμα στη Δροσοπούλου. Ανατριχιάζει που το θυμάται, μα άκουγε κι αυτός σταθμό με τα συνθήματα του Πολυτεχνείου, ενώ ο κανονικός έπρεπε ήδη να ‘χε πάψει με την εισβολή. Ήταν και οι  ερωτήσεις, η ηρεμία του, η έλλειψη οποιουδήποτε φόβου, ποιος είχε δικαίωμα εκείνο το βράδυ να μη φοβάται;
Κάπου στρίψανε, Πού να σας πάω, Ό,που πάτε, Μα μπορώ να σας πάω σπίτι σας, Όχι εδώ κατεβαίνω, λέει η κοπέλα, κατέβηκε κι ο άλλος, βρέθηκε στην πλατεία Κυψέλης, ερημιά, βλέπει τον υπάλληλο των τρόλεϊ που περίμενε. Έκατσε και κει κατάλαβε το χέρι του να πονάει, το πέσιμο σκέφθηκε, διέκρινε  ξαφνικά και τη μάζα των αστυνομικών μέσα στο παρκάκι που περίμενε σιωπηλό, πάγωσε πάλι. Ούτε θυμάται πώς έφτασε χαράματα στην Αχαρνών, του ‘βαλε η μάννα του αμίλητη το χέρι σε καυτό νερό με σαπούνι, Ησύχασε πια, του είπε, Αχ μάννα, αναστέναξε και κοιμήθηκε.
Τον έψαχνε η δικιά του, ήρθε στο σπίτι ξύπνησε αυτός από πυροβολισμούς, Κατέβαινε ένα θωρακισμένο την Αχαρνών πολυβολώντας, τους είπε σφίγγοντας τα χέρια, Το είδα από μακριά, Θ’ ανέβω στην ταράτσα να δω κι εγώ, δήθεν άφοβος τούτος. Βγαίνει κλείνει την πόρτα και ακούει στη σκάλα το ποδοβολητό, κατάλαβε, άρχισε ν’ ανεβαίνει τρέχοντας, πέρασε δίπλα σίφουνας ο μικρός, από κάτω ακούγονταν να ‘ρχονται κυνηγώντας και βρίζοντας οι διώκτες του. Φτάνει τον τέταρτο κάνει να μπει στην ανοιχτή πόρτα τον σταμάτησε μια γυναίκα και την έκλεισε, πατάει το ασανσέρ, ψυχρή αγωνία, ο φόβος έγινε πάγος, Όσο να κατέβει στο δεύτερο ανέβαιναν αργά οι εσατζήδες, μπήκε στο διαμέρισμα και κατέρρευσε.  Σάρωσαν τον τέταρτο παίρνοντας όλους τους νέους που βρήκαν, απέξω περίμενε να φορτώσει το φορτηγό, πάταγαν το χυμένο γιαούρτι βγαίνοντας.
Το παράρτημα  της ΕΣΑ Φιλαδέλφειας ήταν διό δρόμους παρακάτω στο τέρμα της Αχαρνών, τρελαίνονταν οι γείτονες απ’ τις φωνές όσων βασανίζονταν, σήμερα είναι σχολείο. Σα ν’ ακούω τις  κραυγές πότε-πότε, λέει ο καφετζής της γειτονιάς, παλιός αριστερός κι αυτός, η ζωή του ιστορία της γενιάς του. Πέτυχαν τον πιτσιρικά με το γάλα και το γιαούρτι μόλις το ‘χε αγοράσει από μένα εκείνο το πρωινό, είπε αργότερα σαν πέρασε να τον δει με τα χρόνια, Έτρεξε να μπει στο κτήριο απέναντι που ‘ταν το σπίτι του, μα τον γκρέμισαν τσακίζοντας τα καλάμια του με τους υποκόπανους, έτσι γέμισε το πεζοδρόμιο  γιαούρτι. Κάποιον έψαχναν στην πολυκατοικία σας, είχαν έρθει από καρφωτή μιας γειτόνισσας γιατί κάνανε φασαρία. Ήταν εκείνη που τον σταμάτησε σαν προσπάθησε να μπει σπίτι της ζητώντας άσυλο.
Έφυγε απ’ την Αχαρνών πήγε στην πολυκατοικία της καλής του στο διαμέρισμα της δασκάλας, άλλοι δέκα εκεί μέσα είχαν ζητήσει άσυλο, μπαινόβγαιναν στο μπαλκόνι, σχεδίαζαν, ανέλυαν, Τη βάψαμε, σκέφτηκε, έφυγε, αργότερα φύγανε όλοι. Το βράδυ έφθασε η ΕΣΑ κατ’ ευθείαν στο διαμέρισμα, εισβάλλανε με τα όπλα, ψάξανε, πέρασαν δίπλα και απ’ το ψεύτικο τζάκι που μύριζε γιατί κατούραγε εκεί η γάτα, κρατούσαν τη μύτη τους, ούτε πλησίασαν. Το μάτι των διό γυναικών γύρναγε σ’ αυτό, πώς δεν ψυλλιάστηκαν οι άλλοι, τα χαρτιά του πατέρα της φοιτήτριας τα ‘χε καταχωνιάσει η δασκάλα πίσω απ’ το τζάκι αυτό.   Πήραν τη νεώτερη μαζί τους. Θα υπογράψεις δήλωση, Όχι δεν υπογράφω, Θα πας εξορία, ετοιμάσου, Να πάω μόνο στείλτε και τη μάννα μου να ‘μαστε οικογενειακά, Τη Μπουμπουλίνα μας παριστάνεις, την άφησαν το πρωί. Την προηγούμενη είχαν πιάσει τον πατέρα της. Ποιος ήταν το καρφί, ρώταγε αργότερα ο άλλος, πες μου να χαρείς, μιλιά η Δασκάλα που ‘ξερε, γέννημα θρέμμα βλέπεις της Νέας Φιλαδέλφειας, γνωστός και αγαπητός σ’ όλους  ο πατέρας της εκεί, ήταν ένας καλός δάσκαλος όπως κι η ίδια στη συνέχεια.
Κυριακή πρωί φεύγει για την Εύβοια, Πρέπει να δώσω τα στοιχεία σου στο Τμήμα, φοβισμένος ο σπιτονοικοκύρης. Μα γιατί ρώτησε η γυναίκα του, δεν είχε ακούσει για δήλωση στην αστυνομία, δεν κατάλαβε ούτε έμαθε ποτέ της. Το ίδιο βράδυ έφτασε στα σύνορα στην αδερφή του, στάλιασε μια βδομάδα. Στο απέναντι διαμέρισμα έμενε ο χαφιές της ΔΕΗ όπου δούλευαν όλοι, πού να ξεμυτίσει ο περιπλανώμενος, έφυγε φτάνει στο σταθμό των λεωφορείων στην Κοζάνη, άκουσε κλαρίνα και θούρια απ’ το ράδιο,  νέα «επανάσταση» μέσα στην «επανάσταση», πάγωσε εκεί αναποφάσιστος. Να γυρίσει πίσω δε γινότανε, να φύγει με λεωφορείο ή τραίνο κινδύνευε, οι οδηγίες γράφανε για έρευνες, ταυτότητες, άδειες αστυνομίας για μετακινήσεις, είχε απαγορευτεί η κυκλοφορία πρώτα στη Μακεδονία και σιγά- σιγά οι τοπικοί στρατιωτικοί διοικητές επεκτείνανε το στρατιωτικό νόμο στις περιοχές τους. Βιάζονταν ν’ ασκήσουν κι άλλη εξουσία, έκτακτη, δυναμική, χωρίς αμφισβητήσεις και κουνήματα. Στο τραίνο και μέχρι να φτάσει στη Θεσσαλονίκη έκανε τον αδιάφορο πιότερο για να ξεγελάσει τον εαυτό του. Εκείνο το πρωινό ήταν το χειρότερο της ζωής του, τότε κατάλαβε τί σημαίνει να αισθάνεσαι παράνομος κι ας μην είσαι, να θεωρείς διωκόμενο τον εαυτό σου, να ξέρεις πως κάθε λεπτό που περνάει χάνονται οι άνθρωποι απ’ τους δρόμους και μένεις εσύ να ξεχωρίζεις, να νομίζεις πως σ’ εντοπίζουν, σε πλησιάζουν θα σε πιάσουν, πώς να περιγράψεις κείνο τον τρόμο, την αγωνία….[1]
Τα  ταξί σε σειρά, κόσμος  πολύς και σιωπηλός,  παντού στρατιωτική αστυνομία, δίνανε σημείωμα στον οδηγό αφού δήλωνες στοιχεία, ταυτότητα, γιατί ταξιδεύεις, πού πας κ.λ.π. Κανένας δεν τον σταμάτησε, πώς ξέφυγε ούτε το κατάλαβε,  έμεινε στον αδερφό του λίγες μέρες……

[1] Τροποποιημένο απόσπασμα από το βιβλίο Όξω απ’ τ’ αμπέλια ρεεε…Παπαζήση, Αθήνα 2008

http://kakaras.wordpress.com/%CE%B4%CE%B9%CE%BA%CF%84%CE%B1%CF%84%CE%BF%CF%81%CE%AF%CE%B1-%CE%BB%CE%AF%CE%B3%CE%BF-%CF%80%CF%81%CE%B9%CE%BD-%CE%BB%CE%AF%CE%B3%CE%BF-%CE%BC%CE%B5%CF%84%CE%AC-%CF%84%CE%BF-%CF%80%CE%BF%CE%BB%CF%85/