29 Δεκ 2014

Αγάντα Δημόσιο Νοσοκομείο, αγάντα Υγεία, αγάντα Κόσμε!


Νοεμβρίου 30, 2014
Σταθερή αξία… οι μέλισσες!
-Ωραίο πράγματι, της είπε κοιτάζοντας κι αυτός… γύρισε εκείνη ξαφνιασμένη,
-Ναι, πολύ ωραίο, επικρότησε και ξεκίνησε αναστενάζοντας, ενώ το πουλί που κοίταζε αφηρημένη φτέρωσε όχι όμως φοβισμένο, αισθανόταν, φαίνεται, την ασφάλεια που παρείχε και στα πετούμενα ο χώρος, ποιος θα σκεφτόταν να κυνηγήσει πουλιά εκεί μέσα, εξάλλου αυτός δεν ήταν και ο στόχος του συγκροτήματος; Την είχε προσέξει περπατώντας γύρω γύρω το τεράστιο συγκρότημα, όπως κάθε χάραμα, περνώντας πρώτα έξω από το ολοφώτιστο, αλλά πάντα κλειστό εκκλησάκι.
Γιατρίνα είναι, αποφάνθηκε, ίσως γιατί περπάταγε με σιγουριά σε αντίθεση με τους περισσότερους έξω από τους ασπροντυμένους. Βρίσκονταν δίπλα στο ψυχιατρικό τμήμα, τέτοια ώρα κανέναν δεν συναντούσε σ’ εκείνο το μέρος, παρεκτός τον νέο που καθόταν καπνίζοντας στο μικρό τραπεζάκι δίπλα στην είσοδο, μισοκρυμμένη κι αυτή πίσω από δέντρα που δεν είχαν τσιγκουνευτεί σαν έχτιζαν το νοσοκομείο. Αντάλλασσαν μια καλημέρα, και συνέχιζε ο καθένας τη δουλειά του. Αυτή τη φορά δεν τον είδε μα ούτε τις επόμενες, μάλλον έφυγε, μονολόγησε, και (γιατί άραγε) θυμήθηκε τους χιλιάδες των ψυχιατρείων που κλείνοντάς τα κι αυτά, ήδη περιέφεραν, οι λησμονημένοι απ’ όλους, την απελπισία τους, αναπάντητο χαστούκι σε μια κοινωνία που κλονίζονταν, συντρίβονταν και σκόρπιζαν οι αξίες της!
– Καλημέρα κύριε, απάντησε ο επόμενος που συνάντησε να σέρνει έναν κάδο σκουπιδιών κατακίτρινο, πεντακάθαρο… στάθηκε ορεξάτος για συζήτηση,
-Γιατί είναι κίτρινο, ρώτησε, βάζετε τα επικίνδυνα μέσα;
-Καλά το καταλάβατε, αποκρίθηκε ο νεαρός με τα γάντια, όχι όμως τα χειρότερα, σ’ αυτά βάζουμε γάζες, βελόνες, τέτοια πράγματα, είναι ζήτημα οικονομίας, συμπλήρωσε, καταλάβατε, για τα άλλα τααα… των χειρουργείων έχουμε τα κόκκινα,
-Δηλαδή, τι οικονομίας, τι εννοείτε, ξαναρώτησε ενώ φαινόταν πως βιαζόταν ο εργάτης, αφού απαντούσε χωρίς να σταματήσει το ξεφόρτωμα απ’ το τεράστιο όχημα με τους καινούργιους κίτρινους πεντακάθαρους κάδους,
-Ε, δεν καταλαβαίνετε, νομίζετε στην κρίση χάνουν οι εταιρείες που τροφοδοτούν τα νοσοκομεία;
-Αα μάλιστα, κούνησε το κεφάλι του κι ας μην κατάλαβε ακριβώς γιατί δεν χάνουν οι εταιρείες με τόσο ντόρο που ‘χει γίνει για το πλιάτσικο, το σκέφτηκε λίγο, συνέχισε τη βόλτα, το ξέχασε… έκανε ψύχρα, είχε το ένα χέρι έξω από το πανωφόρι με το ξηλωμένο σήμα, πρόσεξες βρε τη ζακέτα μου, την πρόσεξες, είχε ρωτήσει την Τόνια την Αθηναία, και κείνη, μη ανταποκρινόμενη στην πρόκληση, ούτε γύρισε να κοιτάξει το καινούργιο απόκτημα, Είχες και στο χωριό σου τέτοια, τον πείραξε και δεν επέμεινε ο βλάχος, είχαν έρθει οι φίλοι και η κυρά του να τον δουν, σιγά μην είχαν όρεξη για τα κρύα του.
-Γιατί, κύριε Γρίβα, δεν μου λέτε καλημέρα, τον έβγαλε από τις σκέψεις του τις εμβριθείς αργότερα το πάντα χαρούμενο κορίτσι (πώς προλάβαιναν τόσο κόσμο, τι αντοχές όλοι τούτοι οι άγγελοι, αμ οι καθαρίστριες, οι γιατροί, τι να πει για τον κόσμο που πράγματι υπηρετούσε σε συνθήκες… τέλος πάντων). Την ίδια στιγμή η νοσηλεύτρια δεν σταμάτησε να τους δίνει τα θερμόμετρα τιτιβίζοντας, να παίρνει την πίεση, να εξετάζει τις πεταλούδες… αχ αυτή η πεταλούδα, είκοσι τέσσερις μέρες την έσερνε και του χρειάσθηκε μια φορά μονάχα σαν πήγε για κείνο το… πώς διάολο το λένε, μουρμούρισε,
-Τι ρωτήσατε, ποιο πως λένε, ρώτησε η μορφονιά με τα ολόλευκα που μοσχομύριζε μανταρίνι,
-Τίποτα καρδούλα μου, ξεχείλισε αυτός όλο τρυφερότητα, εγώ δεν σου λέω καλημέρα, αφού είμαι σταθερή αξία εδώ μέσα πια παιδί μου, να δεις…
-Πώς το είπατε αυτό, τι είστε, απόρησε το κορίτσι που σαν έμπαινε στο θάλαμο αναγάλλιαζαν οι κάτοικοί του.
-Να, ήθελα να πω πως πέρασαν κιόλας είκοσι τόσες μέρες, γι’ αυτό… λέω σ’ όλους καλημέρα, αφού να σκεφτείς με συνήθισαν και δε με κοιτάνε ξαφνιασμένοι όπως στην αρχή,
-Αλλά σήμερα δεν μου είπατε εμένα, επέμεινε ναζιάρικα εκείνη,
-Ναι, ο κουτός, ίσως ξεχάστηκα, γιατί περίμενα πως θα μας χάριζες κάνα τραγουδάκι πάλι, όπως προχθές που κελάηδαγες με τις φίλες σου! Πάει, ξεμωράθηκα, σκέφτηκε.
Μέτραγε είκοσι και πάνω μέρες περιμένοντας την επέμβαση, οι δικοί του είχαν αρχίσει και εκνευρίζονταν,
-Βρε τι σας νοιάζει εσάς, απαντούσε, εμένα με ηρεμεί το νοσοκομείο, αφού και η πίεσή μου έχει κατέβει στοοο τόσο, εξάλλου όλη η Αττική έχει πέσει πάνω σε τούτο, τι λέω, όλη η Ελλάδα έχει πέσει σ’ ότι απέμεινε με τόσα που γκρέμισε η καλή μας τρόικα αγκαλιά με τους πρόθυμους κυβερνήτες μας… οι άνθρωποι νοιάζονται για την υγεία μας οπότε σου λέει, μάζεψε όλους που ‘χουν ανάγκη νοσοκομείου σ’ ένα -δυο για να ‘χεις καλύτερο έλεγχο, αποτελεσματικότερη νοσηλεία, μείωση εξόδων, γιατρών, νοσοκόμων, φαρμάκων, (εκτός κηδειών βέβαια) κι έτσι θ’ ανεβούν πάλι οι συντάξεις και οι μισθοί…
-Άσε τις ψύχρες, τον προσγείωσε η Μενεμένη, έχεις γυρίσει το διακόπτη στο αδιάφορο κι έχε χάρη που… που… αλλιώτικα σου ‘λεγα γω!
Συνειδητοποίησε αργά ότι για να κάνει τις εξετάσεις που χρειάζονταν, έπρεπε (αν είχε ακόμα τη δυνατότητα) να τρέχει σε εξωτερικά ιδιωτικά κέντρα, πληρώνοντας τη συμμετοχή του. Ήταν καθαρό πως αυτός ήταν και ο στόχος, ιδιωτικοποίηση της δημόσιας υγείας το λένε, άσχετε, τον προσγείωνε από τις εμβριθείς αναλύσεις η δικιά του.
Ακόμα όμως και τα συμβεβλημένα κέντρα με το δημόσιο και διάφορα ταμεία, χρειάζονταν χρόνο για να καλύψουν τόσες απαιτήσεις, όλα έδειχναν να βουλιάζουν περισσότερο απ’ όσο νόμιζε, Τι είπατε θέλετε, Χολτερ εικοσιτετραώρου, τον ρώτησε η τηλεφωνήτρια σ’ ένα απ’ αυτά που κατέφυγε, αφού στο νοσοκομείο του είπαν πως με τον δικό του προγραμματισμό θα ‘πρεπε να περιμένει πολύ, στις δεκαεννιά του Δεκέμβρη κύριε, τότε μπορείτε να έρθετε, τον ενημέρωσε και το ιατρικό κέντρο. Μπήκε στο Google (μάλιστα, είχε μαζί του το ρημάδι, έτσι κι άντεχε την ατέλειωτη αναμονή) βρήκε το τηλέφωνο και πήρε τον ξύπνιο που δεν είχε δέσμευση χρόνου για την εξέταση, αφού δεν ήταν δεμένος με κανένα φορέα, αρκεί να πληρώσει ο κύριος ολόκληρο το ποσόν, όπως κι έκανε.
-Είμαι εβδομήντα χρόνων… ξεκίνησε να πει τον πόνο του το ίδιο απόγευμα σαν τον επισκέφτηκαν, δεν είσαι εβδομήντα, τον διέκοψε η καλή του όπως πάντα, εν τάξει, υποχώρησε, είμαι εξήντα εννιά και τα χρόνια που πλήρωνα ασφαλιστικά είναι… είναι… είκοσι επτά του δημοσίου με το ναυτικό… τρία στο ΙΚΑ σαν δούλευα στον Πειραιά… δεκαεπτά στο ΤΑΝΠΥ με την εταιρεία… ακόμα δέκα παράλληλα στο ΙΚΑ με το πανεπιστήμιο, πόσο κάνουν, έ πόσο, πέταξε ξαφνιασμένος κι ο ίδιος με τον εκνευρισμό του, ά στο διάολο το γαμημένο σάπιο σύστημα, φαντάσου λοιπόν τους συνταξιούχους με διακόσια πενήντα πώς νοσηλεύονται και σου λέει κάθε αλήτης, φασίστας, που βάζουνε να ισοπεδώνουν τα πάντα πως… πως… γαμώ το μπελά μου γαμώ, τον κερατά κι αυτόν και τους άλλους…
-Μάλιστα, έχω γίνει πια σταθερή αξία του ορόφου, κοριτσάκι μου, της εξήγησε, ποιο σταθερή δε γίνεται, μόνον έτσι μπορεί να δικαιολογηθεί η υπομονή μου, μα η γαλιάντρα είχε απομακρυνθεί…
Το ίδιο πρωί ήρθε και πήρε τα πράγματα τού Μπάρμπα Νίκου, Γλίτωσε, παρηγόρησε τη νύφη του, γλίτωσε παιδί μου… κούνησε καταφατικά το κεφάλι της συμφωνώντας η δακρυσμένη κοπελιά. Και βάλθηκε αυτός να θυμάται τις απίστευτες λεπτομέρειες για τη ζωή των μελισσών που του ‘χε μάθει ο καλός, λιγόλογος, γέρος από τη Μυτιλήνη, χάνονται σιγά σιγά, μειώνεται ο πληθυσμός τους, χωρίς φάρμακα αρρωσταίνουν πια, κι αν χαθούν οι μέλισσες, μετά δε θ’ αργήσει κι η σειρά μας, είχε καταλήξει ο σοφός αγρότης. Γιατί δεν κοιμάσαι, κυρ Νίκο, τον ρώτησε ένα βράδυ που ‘χε καταλάβει πως καθόταν ξύπνιος μέσα στο σκοτάδι, σκέφτομαι κύριε, σκέφτομαι το γιο μου, έχει σκλήρυνση … και ζει σε καροτσάκι… δεν απάντησε τούτος και δεν το μετάνιωσε, τι να του ‘λεγε; Τώρα όμως δεν τον στοιχειώνει το καροτσάκι τού γιου του, το αφύλαχτο κοπάδι, οι επισκέψεις που περίμενε και δεν έρχονταν, το τι θα γίνει αύριο, τώρα ο Μπάρμπα Νίκος είναι με τις μέλισσές του!


http://kakaras.wordpress.com/