20 Ιαν 2017

ΟΙ ΕΞΕΛΙΞΕΙΣ ΣΤΟ ΚΥΠΡΙΑΚΟ ΠΡΟΒΛΗΜΑ, ΣΤΟ ΠΛΑΙΣΙΟ ΤΩΝ ΑΝΤΑΓΩΝΙΣΜΩΝ

ΟΙ ΕΞΕΛΙΞΕΙΣ ΣΤΟ ΚΥΠΡΙΑΚΟ ΠΡΟΒΛΗΜΑ, ΣΤΟ ΠΛΑΙΣΙΟ ΤΩΝ ΑΝΤΑΓΩΝΙΣΜΩΝ
2017-01-19 22:57

Το κυπριακό από το 1974 είναι ένα διεθνές πρόβλημα εισβολής και κατοχής. Το 37% των εδαφών ενός ανεξάρτητου κράτους- μέλους του ΟΗΕ, της Κυπριακής Δημοκρατίας, εξακολουθεί και βρίσκεται υπό Τουρκική κατοχή, κατά παράβαση κάθε κανόνα του διεθνούς δικαίου. Στα 43 χρόνια που μεσολάβησαν από τότε, η Τουρκία επιχειρεί συνεχώς να καταλύσει την Κυπριακή Δημοκρατία, την οποία δεν αναγνωρίζει ως κράτος και να νομιμοποιήσει τα τελεσμένα του 1974 με συστηματικό σχέδιο εκτουρκισμού της κατεχόμενης περιοχής. Την εισβολή ακολούθησε η προσφυγοποίηση των Ελληνοκυπρίων, η μετακίνηση όλου του Τουρκοκυπριακού πληθυσμού στα κατεχόμενα εδάφη, ο εποικισμός τους με πληθυσμούς από την Τουρκία, η δημιουργία κρατικών δομών (ψευδοκράτος), η σύνδεση της οικονομίας τους και η δημιουργία υποδομών εξάρτησης από την Τουρκία (ύδρευση και ηλεκτροδότηση) και πάνω απ’ όλα η παρουσία 35.000 κατοχικού στρατού. Τα ψηφίσματα του Σ.Α. του ΟΗΕ καταδίκαζαν την Τουρκική κατοχή, χωρίς όμως να περιλαμβάνουν  τη λήψη μέτρων που προβλέπει η χάρτα του ΟΗΕ. Το μόνον που εξασφάλιζε η Κυπριακή Δημοκρατία είναι η διατήρηση της κρατικής της οντότητας. Οι συνομιλίες που ακολούθησαν όλα αυτά τα χρόνια μεταξύ της Κυπριακής Δημοκρατίας και των Τουρκοκυπρίων με τη μεσολάβηση του ΟΗΕ, είχαν ως αποτέλεσμα την παρουσίαση σχεδίων  λύσης που οδηγούσαν σε διχοτόμηση του νησιού. Η Κυπριακή πλευρά έκανε συνεχείς παραχωρήσεις με την προτροπή των ΗΠΑ που ήταν η μόνη δύναμη ικανή να πιέσει την Τουρκία.

Ως πλαίσιο λύσης του Κυπριακού επιβλήθηκε σταδιακά η Διζωνική Δικοινοτική Ομοσπονδία, υποβαθμίστηκε ο διεθνής χαρακτήρας του προβλήματος  και άρχισε να προβάλλεται ως δικοινοτικό πρόβλημα μεταξύ Ελληνοκυπρίων και Τουρκοκυπρίων. Ενώ λοιπόν, η Τουρκία εφαρμόζει απαρέγκλιτα στο Κυπριακό την υψηλή της πολιτική όπως σχεδιάστηκε από τον Τούρκο πολιτικό Νιχάτ Ερίμ το 1955, για να καθιερωθεί ως μεγάλη περιφερειακή δύναμη, για την Ελλάδα δεν υπήρξε ενιαία σταθερή πολιτική και ίσχυσε η δήλωση ‘‘η Κύπρος κείται μακράν’’ και αργότερα το δόγμα ‘‘η Κύπρος αποφασίζει και η Ελλάδα συμπαρίσταται’’. Σημαντικές εξελίξεις για την Κυπριακή Δημοκρατία υπήρξαν η ένταξη στην Ε.Ε. το 2004 και ο καθορισμός της ΑΟΖ στις νότιες ακτές της. O εντοπισμός υδρογοναθράκων από τις πολυεθνικές  της ενέργειας  ανανέωσε το ενδιαφέρον των αγγλοαμερικάνων και της Ε.Ε. για λύση του Κυπριακού προβλήματος. Εντατικοποιήθηκαν λοιπόν, με καθοδήγηση των ΗΠΑ, οι διαδικασίες και γίνεται η ‘‘ανοιχτού ορίζοντα’’ Διάσκεψη στην Ελβετία.

Η Διάσκεψη εξελίσσεται ενώ βαθαίνουν οι ανταγωνισμοί μεταξύ των ιμπεριαλιστικών δυνάμεων στην  περιοχή  και το διεθνές σύστημα βρίσκεται σε μια φάση μετάβασης ενόψει και της ανάληψης της προεδρίας των ΗΠΑ από τον Ντόναλντ Τραμπ.

 Στη Συρία και το Ιράκ ο πόλεμος συνεχίζεται, με την ανάμειξη της Ρωσίας, των ΗΠΑ και του ΝΑΤΟ, της Τουρκίας, των Κούρδων, του ISIS και άλλων δυνάμεων της Μ. Ανατολής. Οι Κούρδοι επιδιώκουν ν’ αποκτήσουν το δικό τους κράτους, ενώ οι τζιχαντιστές του ISIS  παραμένουν  παράγοντας αστάθειας στην περιοχή. Το Ισραήλ αφενός ενεργεί ως περιφερειακή ιμπεριαλιστική δύναμη σε σχέση με τους Παλαιστίνιους και αφετέρου στηρίζει την πολιτική ασφάλειάς του, πέραν από τις ΗΠΑ, σε πολιτικοστρατιωτικές συμμαχίες τόσο με την Κύπρο και Ελλάδα όσο και με την Τουρκία. Παράλληλα προωθεί την ενεργειακή του πολιτική, μετά τον εντοπισμό σημαντικών ενεργειακών κοιτασμάτων στην ΑΟΖ του, τόσο σε συνεργασία με την Αίγυπτο, την Κύπρο και την Ελλάδα, όσο και με την Τουρκία. Την ίδια ενεργειακή πολιτική συνεργασιών ακολουθεί και η Αίγυπτος που επίσης διαθέτει σημαντικά κοιτάσματα. Η Ρωσία έχει εδραιώσει την επιρροή της με τη στρατιωτική παρουσία της στη Συρία, έχει αναπτύξει ειδική σχέση με την Τουρκία και δεν επιθυμεί την πλήρη ΝΑΤΟποίηση της Κύπρου. Οι Η.Π.Α. και το ΝΑΤΟ ανταγωνίζονται τη Ρωσία στην περιοχή, στηρίζουν το Ισραήλ και τις πολυεθνικές εταιρείες ενέργειας και διαμορφώνουν το νέο πολιτικό και ενεργειακό χάρτη με πρόσχημα και την τρομοκρατία. Βέβαια, ο νέος πρόεδρος Τραμπ θα καθορίσει τις εφεξής προτεραιότητες.  Η Μ.  Βρετανία, μετά το Brexit, προβάλει την αξία των κυρίαρχων βάσεων στην Κύπρο ως ορμητηρίων του ΝΑΤΟ  για τις στρατιωτικές επιχειρήσεις  στην περιοχή.  Η Ε.Ε. επιδιώκει να εξασφαλίζει τα ενεργειακά συμφέροντά της, την ενδιαφέρει η αντιμετώπιση της ασφάλειας (ισλαμική τρομοκρατία και προσφυγικές ροές). Χρησιμοποιεί μάλιστα ως μοχλούς πίεσης προς Ελλάδα και Κύπρο, την οικονομική εξάρτηση.

Η Τουρκία είναι παρούσα στρατιωτικά από το Β. Ιράκ (πετρέλαια Μοσούλης) και τη Β. Συρία ως την Κύπρο και το Αιγαίο. Βέβαια, έχει και προβλήματα (Κουρδιστάν, τρομοκρατία, οικονομική κρίση, συνταγματική μεταρρύθμιση ως προτεραιότητα του Ερντογάν). Τα γεωστρατηγικά πλεονεκτήματα, της επιτρέπουν να διατηρεί προνομιακές σχέσεις με τις ΗΠΑ και το ΝΑΤΟ, τη Ρωσία αλλά και την Ε.Ε. όπου μπορεί να ασκεί πιέσεις λόγω και του προσφυγικού και των μεταναστευτικών ροών. Στην Κύπρο έχει πετύχει τα περισσότερα στάδια της πολιτικής της και απομένει το στάδιο της κατάλυσης της Κυπριακής Δημοκρατίας και το ελέγχου του νησιού με τη διατήρηση των εγγυήσεων. Στην παρούσα φάση επιδιώκει επιπλέον,  τον έλεγχο και την εκμετάλλευση της κυπριακής ΑΟΖ αλλά και παρουσία της στην Ε.Ε. μέσω της Κύπρου. Η Ελλάδα λόγω της οικονομικής της εξάρτησης από την Ε.Ε. επικεντρώνεται στην προβολή της γεωστρατηγικής της θέσης και στη συνεργασία με το ΝΑΤΟ, για να αντιπαρατεθεί με την Τουρκία στην Κύπρο. Παράλληλα, επιχειρεί να αξιοποιήσει τις περιφερειακές της συμμαχίες με το Ισραήλ αλλά και με την Αίγυπτο στον τομέα της ενέργειας. Η ίδια η Κυπριακή Δημοκρατία φαίνεται σήμερα όσο ποτέ άλλοτε έτοιμη να αποδεχτεί τη νομιμοποίηση των τετελεσμένων της εισβολής και κατοχής. Αυτό οφείλεται ιδίως στη μεταπρατική αστική τάξη του νησιού που πρεσβεύει ότι η όποια λύση θα δημιουργήσει προϋποθέσεις οικονομικής ανάπτυξης. Πρέπει όμως να σημειωθεί και η σταδιακή άμβλυνση του στενού πολιτικού εναγκαλισμού Κύπρου-Ελλάδας, τα τελευταία χρόνια, ιδίως με την οικονομική κρίση. Δεν είναι τυχαίο ότι τα δύο μεγάλα κυπριακά κόμματα (δεξιά και αριστερά) στηρίζουν και μια προβληματική λύση που δεν διασφαλίζει πλήρως την ενότητα του νησιού, παρότι μια παρόμοια λύση, το σχέδιο Ανάν, απορρίφθηκε από τον κυπριακό λαό το 2004.

Η Διάσκεψη λειτουργεί στο πλαίσιο της αποδιεθνοποίησης του Κυπριακού προβλήματος, ως προβλήματος ξένης εισβολής και κατοχής. Ως διεθνές πρόβλημα έπρεπε να αποτελεί ζήτημα διεθνούς διάσκεψης με τη συμμετοχή όλων των κρατών-μελών του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ, των εγγυητριών δυνάμεων, της Κυπριακής Δημοκρατίας, της Ε.Ε. και των ενδιαφερόμενων κοινοτήτων-μερών. Η πραγματοποίηση της ως πενταμερούς διάσκεψης (δλδ. Ελλάδα, Τουρκία, Μ. Βρετανία και δύο κοινότητες) αποτελεί υποχώρηση της Κυπριακής Δημοκρατίας και της Ελλάδας που συμμετείχε. Στη Γενεύη, η Κυπριακή Δημοκρατία ήταν απούσα με τη νομική της οντότητα,  όπως ακριβώς επιδίωξαν οι Τούρκοι που δεν την αναγνωρίζουν και τη θεωρούν εκλιπούσα. Σ’ αυτό συνηγόρησαν ο ΟΗΕ και η Ε.Ε. που συμμετείχε ως παρατηρητής, ενώ τα νήματα κινούσαν οι ΗΠΑ (υφυπουργός εξωτερικών Β. Νούλαντ). Ουσιαστικά, η Κυπριακή Δημοκρατία υποβιβάστηκε σε  Ε/Κ κοινότητα, δηλαδή στο ίδιο επίπεδο με την Τ/Κ κοινότητα των κατεχομένων.

Επίσης, η Κυπριακή Δημοκρατία δεν συμμετείχε ως συμβαλλόμενο κράτος στις διαπραγματεύσεις  για τη διεθνή διάσταση του Κυπριακού προβλήματος (εγγυήσεις ασφάλειας), όπου κυρίαρχα κράτη ήταν μόνον η Ελλάδα, η Τουρκία και η Μ. Βρετανία, γεγονός που την  καθιστά προτεκτοράτο για το οποίο αποφασίζουν άλλοι.

Συνεπώς, η αποδοχή της πενταμερούς διάσκεψης και η συνέχισή της, οδηγεί στην κατάργηση  της  Κυπριακής Δημοκρατίας, αναγνωρισμένου από το 1960 κράτους-μέλους του ΟΗΕ και από το 2004 κράτους-μέλους της Ε.Ε.

Οι βασικές πρόνοιες του πλαισίου λύσης του Κυπριακού, που συζητούνται και στην ‘‘ανοιχτού ορίζοντα’’ Διάσκεψη είναι:

Η σύσταση Διζωνικής Δικοινοτικής Ομοσπονδίας (Δ.Δ.Ο).

Για την Τουρκική πλευρά η Κυπριακή Δημοκρατία είναι εκλιπούσα ως κράτος, αποτελεί απλά την Ε/Κ διοίκηση της νότιας Κύπρου που μαζί με τη Τ/Κ διοίκηση της βόρειας Κύπρου (δλδ. τα κατεχόμενα εδάφη) θα συνιδρύσουν ως δύο ισότιμα κρατίδια τη νέα διζωνική, δικοινοτική ομοσπονδία ως κεντρικό κράτος. Από την Ε/Κ πλευρά η Διζωνική Δικοινοτική Ομοσπονδία παρουσιάζεται ως μετεξέλιξη και συνέχεια της υφιστάμενης διεθνώς αναγνωρισμένης  Κυπριακής Δημοκρατίας. Η Διζωνική Δικοινοτική Ομοσπονδία αποτελεί ουσιαστικά συγκαλυμμένη συνομοσπονδία με εθνοφυλετική αντιπροσώπευση που δυναμιτίζει τη δημοκρατική αρχή της πλειοψηφίας, μέσω της πολιτικής ισότητας των κοινοτήτων και όχι των πολιτών. Οδηγεί  στην οριστική διχοτόμηση του νησιού σε δύο κυρίαρχα κράτη, που το ένα θα είναι μια Τουρκία εντός Ε.Ε. και το άλλο, το ελληνοκυπριακό, ελεγχόμενο από τους Τούρκους μέσω του κεντρικού κράτους και του συστήματος εγγυήσεων ασφάλειας.

Το μοντέλο διακυβέρνησης.

Το κεντρικό κράτος θα έχει πρόεδρο και αντιπρόεδρο, έναν από κάθε κοινότητα. Οι Τ/Κ ζητούν εκ περιτροπής προεδρίας, με δύο περιόδους Ε/Κ Πρόεδρο και μια Τ/Κ., καθώς και ειδικές πλειοψηφίες (ψήφο Τ/Κ) στις κυβερνητικές αποφάσεις. Παρότι η Ε/Κ πλευρά είχε δεχτεί την εκ περιτροπής προεδρίας, υπάρχουν σημαντικές διαφωνίες μεταξύ των δύο πλευρών.  Οι Τ/Κ ζητούν για τις συνταγματικές αλλαγές να απαιτείται προηγούμενη έγκριση των συνιστώντων κρατιδίων και όχι μόνον της κεντρικής νομοθετικής εξουσίας, όπως προτείνει η Ε/Κ πλευρά. Επίσης, απαιτούν ίση εκπροσώπηση σε όλα τα ομοσπονδιακά όργανα και αρχές, ενώ η Ε/Κ προτείνει τη σχέση δύο Ε/Κ προς έναν Τ/Κ. Στις διαδικασίες επίλυσης διαφορών, όταν δεν μπορούν να ληφθούν αποφάσεις έχει προταθεί η συμμετοχή ξένων δικαστών μέχρι και η λήψη αποφάσεων με κλήρωση. Η αρχή της πλειοψηφίας και η λαϊκή κυριαρχία, η βούληση ενός λαού καταστρατηγείται μέσα από μια πρωτοφανή για κράτους δικαίου πολιτειακή κατασκευή. 

Το εδαφικό.

Η Τ/Κ πλευρά ζητά το 29,2% των εδαφών υπό τη διοίκησή της και στο 60% της ακτογραμμής. Στον έλεγχό της ζητά να έχει τουλάχιστον τμήμα της  Μόρφου (ο Ερντογάν δήλωσε ότι θέλει όλη την περιοχή). Η Ε/Κ πλευρά αντιπροτείνει με έναν προβληματικό για την ασφάλεια και την άμυνα χάρτη το 28,2% και το 49,6%  της ακτογραμμής για την Τ/Κ διοίκηση. Ζητά την επιστροφή όλης της Μόρφου με την παραλία της (όπως προέβλεπε και το σχέδιο Ανάν), μέρος της Αμμοχώστου και κάποια χωριά. Στόχος των Ε/Κ να επιστρέψουν στις περιουσίες τους 90.000 πρόσφυγες. Με το χάρτη των Τ/Κ επιστρέφουν 65.00 περίπου. Οι Τ/Κ εξασφαλίζουν τον εθνοφυλετικό διαχωρισμό του κρατιδίου τους  με την απαγόρευση γενικά της εγκατάστασης Ε/Κ σ’ αυτό (ουσιαστικά, σύνορα μεταξύ των κρατιδίων της υποτιθέμενης ομοσπονδίας) και επιπλέον επιτυγχάνουν την παραμονή των παράνομων Τούρκων εποίκων, κατά παράβαση του διεθνούς δικαίου. Οι Ε/Κ  χάνουν για πάντα κατεχόμενες πόλεις και χωριά τους.

Η επιστροφή των περιουσιών.

Το 82,5% των περιουσιών στα κατεχόμενα εδάφη είναι ιδιωτική περιουσία των Ε/Κ προσφύγων.

Η Ε/Κ πλευρά επιδιώκει την επιστροφή των περισσότερων περιουσιών. Η Τ/Κ πλευρά που έχει εγκαταστήσει στις περιουσίες αυτές εποίκους, αντιδρά στις διεκδικήσεις και προτείνει κάποιες αποζημιώσεις και παραχωρήσεις ακαλλιέργητης κρατικής γης, επικαλούμενη τα δικαιώματα του χρήστη-σφετεριστή. Επίσης, οι Τ/Κ δεν επιθυμούν να επιστρέψουν μέρος των ελληνορθόδοξων θρησκευτικών μνημείων.

Η οριοθέτηση της Αποκλειστικής Οικονομικής Ζώνης (ΑΟΖ).

Το ζήτημα της Κυπριακής ΑΟΖ και της εκμετάλλευσης των υδρογονανθράκων παραπέμπεται σε τεχνικές επιτροπές προς μελλοντική διευθέτηση, προφανώς για να εξυπηρετηθούν τα συμφέροντα των πολυεθνικών εταιρειών και των μεγάλων ιμπεριαλιστικών δυνάμεων. Η Τουρκία αμφισβητεί τις οριοθετήσεις της ΑΟΖ που έχει κάνει η Κυπριακή Δημοκρατία. Επίσης, μεταξύ Τουρκίας και Τ/Κ (ψευδοκράτους) έχουν γίνει οριοθετήσεις ΑΟΖ στις οποίες εμπλέκει και την κρατική τουρκική εταιρεία πετρελαίου.  

Η αποχώρηση του Τουρκικού κατοχικού στρατού.

Στην κατεχόμενη Κύπρο υπάρχουν 35.000 Τούρκοι στρατιώτες, καθώς και Τ/Κ δυνάμεις. Οι Τούρκοι επιδιώκουν να διατηρήσουν τα κατοχικά στρατεύματα τουλάχιστον για 10 ως 15 χρόνια και μετά να επαναξιολογηθεί η παρουσία τους. Αποδέχονται μόνο σταδιακή μείωση των δυνάμεών τους σε 10.000 στρατιώτες  (μεραρχία) με βάση μακροπρόθεσμο χρονοδιάγραμμα.  Η Κυπριακή Δημοκρατία αποδέχεται ένα μεγάλο χρονοδιάγραμμα σταδιακής αποχώρησης των Τουρκικών στρατευμάτων. Η Ελλάδα προτείνει την αποχώρησή τους με βάση συγκεκριμένο χρονοδιάγραμμα αποχώρησης που θα έχει συνεχή ροή και έλεγχο. Το αίτημα της άμεσης αποχώρησης των Τουρκικών κατοχικών στρατευμάτων ως προϋπόθεση των συνομιλιών της λύσης, όπως προβλέπουν και τα ψηφίσματα του ΟΗΕ, δεν προβάλλεται ούτε από την Ελλάδα.

Δεν πρέπει να μας διαφεύγει ότι η Τουρκία απέχει μόλις 45 ν.μ. από το νησί και μπορεί να επαναφέρει δυνάμεις, ενώ όλη η Κύπρος μπορεί να τεθεί αμέσως υπό τον επιχειρησιακό έλεγχο της Τουρκικής πολεμικής αεροπορίας. Πρακτικά, η αποχώρηση του Τουρκικού κατοχικού στρατού μπορεί να γίνει άμεσα. Να σημειωθεί ότι η ελληνική μεραρχία αποχώρησε από την Κύπρο σε 40 μέρες και η Ε.Σ.Σ.Δ από το Αφγανιστάν σε 8 μήνες.

Το ζήτημα των εγγυήσεων ασφάλειας.

Η Τουρκία απαιτεί τη διατήρηση της συνθήκης εγγυήσεων του 1960 για το νησί, καθώς και των επεμβατικών της δικαιωμάτων, προκειμένου,  πέραν από το Τ/Κ  συνιστών κράτος να ελέγχει όλη την Κύπρο και ουσιαστικά να καταστήσει τους Ε/Κ ομήρους τηςΗ Ελλάδα από την πλευρά της προτείνει μεν την κατάργηση  της συνθήκης εγγυήσεων του 1960 ως αναχρονιστικής αλλά συζητά την καθιέρωση νέου συστήματος διεθνών εγγυήσεων. Στη Γενεύη έθεσε την πρόταση για σύστημα εγγυήσεων της Ε.Ε. που απέρριψε αμέσως η Τουρκία. Επίσης,  πρότεινε εγγυήσεις με τη δημιουργία διεθνούς αστυνομικής δύναμης του ΟΑΣΕ, με αποστρατικοποιημένο το νησί και σε συνάρτηση με ένα σύμφωνο φιλίας Τουρκίας-Ελλάδας-Κύπρου. Η πρόταση αυτή, με την οποία συντάχθηκε και η Κυπριακή Δημοκρατία, καθιστά το νησί προτεκτοράτο υπό την κηδεμονία ξένων δυνάμεων. Η Μ. Βρετανία αναγκαστικά συμφωνεί στην κατάργηση του υφιστάμενου από 1960 συστήματος εγγυήσεων που παραβιάστηκε το 1974 από την Τουρκία και επιδιώκει ένα νέο σύστημα εγγυήσεων που θα ικανοποιεί τις επιδιώξεις της ίδιας και των ΗΠΑ και θα γίνεται αποδεκτό από την Τουρκία. Τέτοιο  σύστημα ενδέχεται να είναι μια πολυεθνική στρατιωτική παρουσία του ΝΑΤΟ στο νησί, ενδεχόμενα με εξασφάλιση μιας εντολής του ΟΗΕ, που θα νομιμοποιεί τα νατοϊκά στρατεύματα στο νησί. Είναι ένα σύστημα που ουσιαστικά νομιμοποιεί την παρουσία και Τουρκικών στρατευμάτων στο νησί με τν μανδύα του ΝΑΤΟ. Να σημειωθεί ότι το όποιο σύστημα ασφάλειας δεν θίγει το καθεστώς των κυρίαρχων  Βρετανικών βάσεων στην Κύπρο που εξακολουθούν και λειτουργούν ως ορμητήρια του ΝΑΤΟ στην περιοχή. Στο κομβικό ζήτημα των εγγυήσεων σημαντική είναι και η παρέμβαση  της Ρωσίας, που προτείνει ως πιο ενδεδειγμένη λύση, αυτή των εγγυήσεων από το Σ.Α. του ΟΗΕ. Η υλοποίηση της πρότασης αυτής απαιτεί  βέβαια τη συμφωνία και των άλλων μονίμων μελών του Σ.Α. του ΟΗΕ και βέβαια εξυπηρετεί και τα ρωσικά συμφέροντα στην περιοχή, αφού κάνει και την ίδια τη Ρωσία συμμέτοχο στην ασφάλεια του νησιού και αποτρέπει τη βάζει φραγμούς στην επικράτηση των χωρών-μελών του ΝΑΤΟ.

Γενικά, η όποια λύση του Κυπριακού με βάση  τη διαδικασία που αναλύθηκε με τις παρεμβάσεις των ιμπεριαλιστικών δυνάμεων και τους ανταγωνισμούς των περιφερειακών κρατών, δεν μπορεί να είναι ούτε δίκαιη, ούτε βιώσιμη για το λαό της Κύπρου, ούτε να ωφελήσει τους άλλους λαούς της περιοχής, όποτε και αν ολοκληρωθεί η διαπραγμάτευση, όπως και αν διαμορφωθεί το τελικό περιεχόμενο μιας συμφωνίας, στο υφιστάμενο ή σε παρόμοιο πλαίσιο. Για την Κύπρο, θα σημαίνει την οριστική διχοτόμηση και τη σταδιακή διάλυση του κυπριακού Ελληνισμού. Για την Τουρκία την πλήρη επιτυχία της πολιτικής της με την κατάργηση της Κυπριακής Δημοκρατίας και τη νομιμοποίηση της εισβολής και κατοχής. Για την Ελλάδα, απώλεια εθνικού στρατηγικού της χώρου και έναρξη ενός νέου κύκλου πιέσεων για τη συρρίκνωση της  που θα περιλαμβάνει τη Θράκη και ιδίως τα νησιά του Αιγαίου και την  ελληνική ΑΟΖ, όπου ήδη υπάρχει η επικυριαρχία του ΝΑΤΟ.

Σαράντα τρία (43) χρόνια μετά την εισβολή του 1974,  η ‘‘ανοιχτού ορίζοντα’’  Διάσκεψη που συνεχίζεται, ανέδειξε το αδιέξοδο του πλαισίου, δηλαδή της Διζωνικής Δικοινοτικής  Ομοσπονδίας, ως λύσης του Κυπριακού προβλήματος και την ανάγκη να τεθεί το σωστό πλαίσιο επίλυσής του, ως πρόβλημα εισβολής και κατοχής. Ένα πλαίσιο διαπραγμάτευσης που θα οδηγήσει σε δίκαιη και βιώσιμη λύση, σημαίνει πρώτα απ’ όλα άμεση αποχώρηση όλων των κατοχικών δυνάμεων και την κατάργηση του καθεστώτος των εγγυήσεων. Σημαίνει λύση με διατήρηση της Κυπριακής Δημοκρατίας ως ενός ενιαίου κράτους, με μία κυριαρχία, μία ιθαγένεια, μία διεθνή προσωπικότητα, κοινή πατρίδα Ελληνοκυπρίων και Τουρκοκυπρίων, χωρίς ξένες βάσεις και εγγυητές.

Δυστυχώς μετά το 2004 τα Κυπριακά κόμματα δεν έχουν κινητοποιήσει το λαό στην κατεύθυνση μιας λύσης πέραν από την ΔΔΟ. Η κυπριακή μεταπρατική αστική τάξη που εκφράζεται πολιτικά από τη δεξιά κυβερνητική παράταξη θεωρεί ότι η όποια λύση θα της επιτρέψει να αυξήσει το ζωτικό της χώρο. Η εργατική τάξη εκφράζεται από  το ΑΚΕΛ που έχει συμβιβαστεί με την όποια λύση,  θεωρώντας ότι η συνέχιση της παρούσας κατάστασης οδηγεί στην οριστική διχοτόμηση του νησιού. Μπορεί στη φάση αυτή να φαίνεται  ανέφικτη η λύση στο σωστό της πλαίσιο, κυρίως λόγω της Τουρκικής αδιαλλαξίας, όμως ζούμε σε ένα ρευστό διεθνές περιβάλλον που επιβάλλει τη διαρκή εγρήγορση και δεν πρέπει να υποτιμούμε τη δύναμη και την παρέμβαση των λαών στην πορεία των εξελίξεων, εφόσον το κυπριακό πρόβλημα διατηρείται ‘‘ζωντανό’’.

Η ίδια κατάσταση επικρατεί και στην Ελλάδα, όπου τα αστικά πολιτικά κόμματα δεν ενημερώνουν το λαό, καλύπτοντας τις ευθύνες τους με τη αιτιολογία της συμπαράστασης  στις αποφάσεις της Κυπριακής Δημοκρατίας, παρότι συμμετέχουν στο παιγνίδι του ανταγωνισμού με την Τουρκία και υπερθεματίζουν στην παρουσία των αμερικανονατοϊκών δυνάμεων στην περιοχή. Ακόμη και οι πρόσφατες ενστάσεις τους στην ενδοτική πολιτική της ηγεσίας της Κύπρου, όπως  εκδηλώθηκαν μέχρι και στη Διάσκεψη της Γενεύης, δεν βγάζει το κυπριακό πρόβλημα από το συζητούμενο πλαίσιο λύσης και ασφαλώς σχετίζεται με τη γενικότερη  ελληνική στρατηγική στις ελληνοτουρκικές θέσεις και ειδικά για την κυβέρνηση και με την αίσθηση ευθυνών που αναλαμβάνει στο συγκεκριμένο ζήτημα.   Μοναδική εξαίρεση το ΚΚΕ που με τη  συνεπή διεθνιστική και πατριωτική στάση και τις θέσεις του στο Κυπριακό, έχει αναδείξει πρώτο το πρόβλημα στην πραγματική του βάση, αυτή της εισβολής και της κατοχής και επισημαίνει τα αδιέξοδα του σημερινού πλαισίου λύσης και τους διαρκείς κινδύνους για την ειρήνη από τους ανταγωνισμούς των ιμπεριαλιστικών δυνάμεων στην περιοχή.  Τις θέσεις του ΚΚΕ για ένα διαφορετικό πλαίσιο λύσης προσεγγίζουν και κυπριακά κόμματα του λεγόμενου μεσαίου χώρου, άλλα ελληνικά κόμματα  και πολιτικές κινήσεις σε Κύπρο και Ελλάδα, καθώς και επιστημονικά, πανεπιστημιακά και κοινωνικά forum (Κέντρο Ευρωπαϊκών και Διεθνών Υποθέσεων του Πανεπιστημίου Λευκωσίας κ.α.) τα οποία επεξεργάζονται εναλλακτικές προτάσεις στο πλαίσιο ανάδειξης του κυπριακού ως προβλήματος εισβολής και κατοχής, με αξιοποίηση των υφιστάμενων δυνατοτήτων. 

Εκτιμάται ότι το διχοτομικό σχέδιο σ’ αυτή τη φάση δεν θα περάσει, ούτε υπάρχουν τα δεδομένα να τεθεί σε δημοψήφισμα για έγκριση από το λαό.

Θα χρειαστεί να περάσουν αρκετοί μήνες, μετά την ανάληψη της εξουσίας των ΗΠΑ από τον πρόεδρο Τραμπ για  να δοθεί νέα ώθηση σε σχέδιο λύσης.

Ωστόσο, επιβάλλεται ο Κυπριακός λαός να είναι σε εγρήγορση, να αξιοποιήσει την πείρα του και να αγωνιστεί και να επιβάλλει ο ίδιος ένα νέο πλαίσιο δίκαιης και βιώσιμης λύσης  που να αποτρέπει τη διχοτόμηση.

Σε εγρήγορση πρέπει να είναι και ο ελληνικός λαός γιατί η όποια διχοτομική λύση στο Κυπριακό υπονομεύει και την κατάσταση στο Αιγαίο και βάζει σε μεγάλους κινδύνους τη διατήρηση της ειρήνης στην πατρίδα μας και την περιοχή μας.

                                                                       18-01-2017

                                                  Για την ‘‘Πρωτοβουλία Αποστράτων’’

                                             Γιώργος Παλιούρας Υποστράτηγος ΕΛ.ΑΣ. ε.α.